- ὀμοργάζω
- ὀμοργ-άζω,A = ὀμόργνυμι, wipe off,
ὠμόργαζε h.Merc.361
(cj. Ilgen for ὡμάρταζε).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠμόργαζε h.Merc.361
(cj. Ilgen for ὡμάρταζε).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.